-
1 запрос
запрос м η επερώτηση сделать \запрос ζητώ πληροφορία сделать \запрос в парламенте κάνω επερώτηση στη βουλή* * *мη επερώτησηсде́лать запро́с — ζητώ πληροφορία
сде́лать запро́с в парла́менте — κάνω επερώτηση στη βουλή
-
2 запрашивать
запрашиватьнесов1. ἐρωτώ, ζήτω, ἐξετάζω:\запрашивать чье-л. мнение ζητῶ τή γνώμη κάποιου· \запрашивать парламент ὁ чем-л. κάνω ἐπερώτηση στή βουλή·2. (цену) ζητώ ὑψηλή τιμή.
См. также в других словарях:
επερωτώ — επερώτησα, επερωτήθηκα, μτβ. 1. ερωτώ (υποβάλλω ερώτημα) για κάποιο θέμα, ζητώ να μάθω για κάτι. 2. κάνω επερώτηση (βλ. λ., 2) στη βουλή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)